πίννα

πίννα
Δίθυρα μαλάκια, διαδεδομένα στις εύκρατες ή θερμές θάλασσες, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των Αβικουλιδών. Τα ελασματοβράγχια αυτά εκκρίνουν από το πόδι μια μακριά και απαλή βύσσο, κατάλληλη για να υφανθεί· το όστρακό τους έχει μακρές ίσες θύρες, τριγωνικού σχήματος, το μήκος των οποίων σε μερικά είδη μπορεί να ξεπεράσει τα 70 εκ. Μια μεγάλη π. τυπική της παραπάνω οικογένειας είναι η π. η ευγενής (pinna nobilis), που είναι αρκετά κοινή, χωμένη με την κορυφή στους αμμώδεις βυθούς των ακτών της Μεσογείου. Το εσωτερικό των θυρών καλύπτεται από μαργαρώδη ουσία με ζωηρά χρώματα, που όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί γιατί είναι πολύ λεπτή. Η π. αυτή μπορεί να παράγει μαργαριτάρια διάφορων αποχρώσεων, τα οποία όμως δεν έχουν μεγάλη αξία, γιατί αλλοιώνονται σε μικρό χρονικό διάστημα. Ένα άλλο είδος, που απαντάται και αυτό στη Μεσόγειο, είναι η π. η κτενοειδής (pinna pectinata), που οι θύρες της έχουν μήκος 20 περίπου εκ.· όπως και η προηγούμενη έχει και αυτή σάρκα φαγώσιμη. Στην κοιλότητα του περιβλήματος των π. αυτών, καθώς και άλλων, ζει ως ομοτράπεζος ένας μικρός κάβουρας του γένους πιννοθήρης (pinnotheres), γνωστός με το κοινό όνομα πιννοκάβουρας. Πίννα (πίννα η ευγενής), μια από τις μεγαλύτερες και τυπικότερες εκπρόσωπους των δίθυρων μαλάκιων της οικογένειας των Αβικουλιδών.
* * *
και πίνα και πίνη, η, ΝΜΑ
γένος μεγαλόσωμων μαλακίων, με τριγωνικό και επίμηκες όστρακο που έχει αιχμηρό κλείθρο και καλύπτεται με μεγάλα λέπια σε ευθύγραμμές σειρές, ενώ ο βύσσος του αποτελείται από πάμπολλα λεπτά επιμήκη νημάτια σαν μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. η λ. είναι μεσογειακής προέλευσης. Η σύνδεση της με το εβρ. penin θεωρείται αμφίβολη. Τα χειρόγραφα παραδίδουν γενικά τη λ. με δύο -νν- ενώ, οι πάπυροι και οι επιγραφές με ένα -ν-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πίννα — πίννᾱ , πίννα fem nom/voc/acc dual πίννα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίννᾳ — πίνναι , πίννα fem nom/voc pl πίννᾱͅ , πίννα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίννας — πίννᾱς , πίννα fem acc pl πίννᾱς , πίννα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνναι — πίννα fem nom/voc pl πίννᾱͅ , πίννα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιννῶν — πίννα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνναις — πίννα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνναν — πίννα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίννης — πίννα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίννῃ — πίννα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίννῃσι — πίννα fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”